- καταθλιπτικό
- sıkıcı, üzücü, kasvetli
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
καταθλιπτικός — ή, ό 1. δυσβάστακτος, καταπιεστικός («καταθλιπτική φορολογία») 2. αυτός που προκαλεί κατάθλιψη, βαθιά θλίψη (α. «καταθλιπτική ατμόσφαιρα» β. «καταθλιπτικό περιβάλλον») 3. φρ. «καταθλιπτική αντλία» αντλία που λειτουργεί με ισχυρή πίεση. επίρρ...… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
κατάθλιψη — Ψυχική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα λύπης, απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής και γενική απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Συχνά, το άτομο που πάσχει από κ. ανησυχεί συνεχώς για την υγεία του, ως αποτέλεσμα δυσάρεστων… … Dictionary of Greek
πιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση 2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός 3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα») 4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες») 5. φρ.… … Dictionary of Greek
Ινγκ, Γουίλιαμ — (William Inge, Ιντιπέντενς, Κάνσας 1913 – Χόλιγουντ 1973). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας. Πρωτοεμφανίστηκε το 1947 με το έργο Πιο μακριά από τον ουρανό, κωμωδία γραμμένη με εκφραστική ελευθερία, την οποία ακολούθησε το Έλα πίσω, μικρή Σέμπα… … Dictionary of Greek